20 Νοε 2013

Στη σπηλιά ή στο φως;

 – Τι λέγαμε προχτές, αφεντικό; Να φωτίσεις, λέει, το λαό, να του ανοίξεις, λέει, τα μάτια! Ορίστε του λόγου σου ν’ανοίξεις τα μάτια του μπαρμπα-Αναγνώστη! Είδες πώς στέκουνταν η γυναίκα του σούζα και περίμενε διαταγές; Πήγαινε τώρα η ευγένειά σου να τους μάθεις πως η γυναίκα έχει ίσα δικαιώματα με τον άντρα και πως είναι πολύ σκληρό πράμα να τρως ένα κομμάτι από το κρέας του χοίρου κι ο χοίρος να μουγκρίζει μπροστά σου ζωντανός και πως είναι μεγάλη κουταμάρα να ευχαριστιέσαι που έχει ο Θεός κι ας ψοφάς εσύ από την πείνα! Τι θα κερδίσει ο μαυροσκότεινος ο μπαρμπα-Αναγνώστης απ’όλες αυτές τις διαφωτιστικές σου αρλούμπες; Θα τον βάλεις μονάχα σε μπελάδες. Και τι θα κερδίσει κι η κυρα-Αναγνώσταινα; Θ’αρχίσον οι καβγάδες, η όρνιθα θα θέλει να γίνει κόκορας, και το αντρόγυνο πια όλο και θα τσακοπετεινιάζουν και θα μαδιούνται… Άσε τους ανθρώπους ήσυχους, αφεντικό, μην τους ανοίγεις τα μάτια αν τους τ’ανοίξεις, τι θα δουν; Την κακή τους και την ψυχρή! Άσ’τα λοιπόν κλειστά να ονειρεύουνται!

Σώπασε μια στιγμή, έξυσε το κεφάλι, συλλογίζουνταν.

– Εξόν, έκαμε τέλος, εξόν…
– Τι; για να δούμε!
– Εξόν αν, όταν θ’ανοίξουν τα μάτια τους, έχεις να τους δείξεις έναν κόσμο καλύτερο… Έχεις;
Δεν ήξερα. Ήξερα καλά τι θα γκρεμιστεί δεν ήξερα τι θα χτιστεί απάνω στα γκρεμίσματα. Κανένας αυτό δεν μπορεί να το ξέρει με σιγουράδα, συλλογίζουμουν το παλιό είναι χεροπιαστό, στερεωμένο, το ζούμε και το παλεύουμε κάθε στιγμή, υπάρχει το μελλούμενο είναι αγέννητο, άπιαστο, ρεούμενο, είναι καμωμένο από το υλικό που πλάθουνται τα όνειρα, ένα σύννεφο και το χτυπούν δυνατοί άνεμοι – ο έρωτας, η φαντασία, η τύχη, ο Θεός – αραιώνεται, πυκνώνεται, μεταλλάζει… Κι ο πιο μεγάλος προφήτης μονάχα ένα σύνθημα μπορεί να δώσει στους ανθρώπους, κι όσο πιο αόριστο τόσο και πιο προφήτης.

Ο Ζορμπάς με κοίταζε περιπαιχτικά χαμογελώντας. Θύμωσα.

– Έχω, αποκρίθηκα πεισματωμένος.
– Έχεις; Για λέγε!
– Δεν μπορώ να σου πω δε θα καταλάβεις.
– Ε, τότε δεν έχεις!


Δεν υπάρχουν σχόλια: