Που δεν ξέρω και αν είναι σχιζοφρενής. Δεν ξέρω από τι ψυχική ασθένεια πάσχει. Και που για μένα είναι το πιο τραγικό πρόσωπο αυτής της ιστορίας. Αυτός που χρειαζόταν τη βοήθεια της οικογένειάς του, των δικών του ανθρώπων, και που τώρα παρουσιάζεται σαν τέρας που έσφαξε τη «δασκάλα με το χαμόγελο» (το’χουμε σαν έθνος να ξεφτιλίζουμε κάθε τι σοβαρό). Αυτός που όταν ξυπνήσει θα έχει χάσει τα πάντα. Τη γυναίκα του, την ελευθερία του, τη ζωή του. Που θα χρειαστεί να ζει με τις τύψεις γι’αυτό που έκανε χωρίς να συνειδητοποιεί γιατί. Αυτός που έγινε ο αποδιοπομπαίος τράγος – άλλο ένα αγαπημένο σπορ της ελληνικής κοινωνίας η εύρεση τέτοιων. Μιας ελληνικής κοινωνίας που τους ψυχικά ασθενείς τους θεωρεί «τρελούς», τους κάνει αντικείμενο κοροϊδίας, ή φόβου. Που τους διώχνει μακριά από τη θεραπεία, φοβούμενη το στίγμα.
Ένας δολοφόνος τραγικό θύμα αυτής της ελληνικής κοινωνίας, και της παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας. Που βάζει την «κοινωνία» πάνω από τον άνθρωπό της. Που θεωρεί ότι ο πόνος του καρκίνου είναι παράσημο, αλλά η ψυχική ασθένεια ντροπή. Που εθελοτυφλούσε για να μην την κουβεντιάσουν στο χωριό.
Από πότε μπορεί να περιμένει κανείς από κάποιον ανήμπορο να βρει μόνος του τη βοήθεια; Όταν περιμένεις από κάποιον ψυχικά άρρωστο να πάει από μόνος του στον ψυχίατρο, είναι σαν να περιμένεις από τον κουτσό να πάει περπατώντας στον ορθοπεδικό. Αν μπορούσε να το κάνει, ΔΕ θα είχε πρόβλημα. Επειδή έχει πρόβλημα, χρειάζεται τους δικούς του ανθρώπους να τον παρακινήσουν, και να τον παρακολουθούν. Να φροντίζουν ώστε να λαμβάνει θεραπεία και να την ακολουθεί. Όχι να στρουθοκαμηλίζουν και μετά να περιμένουν τη συμπαράσταση και την προσοχή του κόσμου, σαν να ήταν οι ίδιοι τα θύματα. Επειδή δε βοήθησαν το παιδί τους, τον άντρα τους, τον φίλο τους, τον αδερφό τους.
(Πρέπει να διευκρινίσω, πάντως, ότι δεν είναι όλες οι ψυχικές ασθένειες ίδιες, δεν αρνούνται όλοι οι ασθενείς τη βοήθεια γιατρού ή τα φάρμακα που χρειάζονται, ούτε και όλοι αρνούνται την ύπαρξη του προβλήματός τους, εφόσον ο όρος «ψυχική νόσος» δεν περιγράφει μόνο μία ασθένεια. Να υποστηρίξει κανείς κάτι τέτοιο θα ήταν σαν να υποστηρίζει ότι και όλες οι σωματικές ασθένειες είναι το ίδιο, με τα ίδια συμπτώματα, τις ίδιες επιπτώσεις, και θεραπεύονται με τον ίδιο τρόπο, είτε πρόκειται για κρύωμα, είτε πρόκειται για AIDS)
Αυτός ο άνθρωπος σκότωσε. Όμως δεν είναι δολοφόνος. Είναι ασθενής. Που δεν έλαβε τη θεραπεία που χρειαζόταν. Και που οι άνθρωποί του δεν τον στήριξαν όπως εκείνος χρειαζόταν, αλλά όπως χρειάζονταν οι ίδιοι. Που έκανε κάτι φρικτό χωρίς να είναι ο εαυτός του, και που θα πληρώνει γι’αυτό μέχρι το τέλος της ζωής του.
Δε λέω ότι πρέπει να αφεθεί ελεύθερος να γυρνάει. Λέω, όμως, ότι δεν είναι τέρας. Είναι άνθρωπος που χρειάζεται, και χρειαζόταν φροντίδα. Και που αν κάποιος τον αγαπούσε πραγματικά, θα το έβλεπε. Και θα τον έβαζε πάνω από τα «λόγια του κόσμου».
Με έχει σοκάρει κι εμένα. Και μου προκαλεί θλίψη. Λυπάμαι που ακόμα μια νέα κοπέλα έχασε τη ζωή της. Αλλά κι ο θάνατός της θα πάει χαμένος αν η κοινωνία μας δεν αλλάξει αντιλήψεις και στάση απέναντι στις ψυχικές ασθένειες. Αν δε σταματήσει να αποκαλεί τους ψυχίατρους «τρελογιατρούς». Αν δεν ξεκινήσει να αντιμετωπίζει τους ψυχικά ασθενείς σαν κάθε άλλον ασθενή, που χρειάζεται, αν μη τι άλλο, κατανόηση. Είτε η ασθένειά του είναι διαβήτης, είτε καρκίνος, είτε κατάθλιψη, είτε σχιζοφρένεια.
Πάνω απ’όλους λυπάμαι αυτόν που σκότωσε.
Ένας δολοφόνος τραγικό θύμα αυτής της ελληνικής κοινωνίας, και της παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας. Που βάζει την «κοινωνία» πάνω από τον άνθρωπό της. Που θεωρεί ότι ο πόνος του καρκίνου είναι παράσημο, αλλά η ψυχική ασθένεια ντροπή. Που εθελοτυφλούσε για να μην την κουβεντιάσουν στο χωριό.
Από πότε μπορεί να περιμένει κανείς από κάποιον ανήμπορο να βρει μόνος του τη βοήθεια; Όταν περιμένεις από κάποιον ψυχικά άρρωστο να πάει από μόνος του στον ψυχίατρο, είναι σαν να περιμένεις από τον κουτσό να πάει περπατώντας στον ορθοπεδικό. Αν μπορούσε να το κάνει, ΔΕ θα είχε πρόβλημα. Επειδή έχει πρόβλημα, χρειάζεται τους δικούς του ανθρώπους να τον παρακινήσουν, και να τον παρακολουθούν. Να φροντίζουν ώστε να λαμβάνει θεραπεία και να την ακολουθεί. Όχι να στρουθοκαμηλίζουν και μετά να περιμένουν τη συμπαράσταση και την προσοχή του κόσμου, σαν να ήταν οι ίδιοι τα θύματα. Επειδή δε βοήθησαν το παιδί τους, τον άντρα τους, τον φίλο τους, τον αδερφό τους.
(Πρέπει να διευκρινίσω, πάντως, ότι δεν είναι όλες οι ψυχικές ασθένειες ίδιες, δεν αρνούνται όλοι οι ασθενείς τη βοήθεια γιατρού ή τα φάρμακα που χρειάζονται, ούτε και όλοι αρνούνται την ύπαρξη του προβλήματός τους, εφόσον ο όρος «ψυχική νόσος» δεν περιγράφει μόνο μία ασθένεια. Να υποστηρίξει κανείς κάτι τέτοιο θα ήταν σαν να υποστηρίζει ότι και όλες οι σωματικές ασθένειες είναι το ίδιο, με τα ίδια συμπτώματα, τις ίδιες επιπτώσεις, και θεραπεύονται με τον ίδιο τρόπο, είτε πρόκειται για κρύωμα, είτε πρόκειται για AIDS)
Αυτός ο άνθρωπος σκότωσε. Όμως δεν είναι δολοφόνος. Είναι ασθενής. Που δεν έλαβε τη θεραπεία που χρειαζόταν. Και που οι άνθρωποί του δεν τον στήριξαν όπως εκείνος χρειαζόταν, αλλά όπως χρειάζονταν οι ίδιοι. Που έκανε κάτι φρικτό χωρίς να είναι ο εαυτός του, και που θα πληρώνει γι’αυτό μέχρι το τέλος της ζωής του.
Δε λέω ότι πρέπει να αφεθεί ελεύθερος να γυρνάει. Λέω, όμως, ότι δεν είναι τέρας. Είναι άνθρωπος που χρειάζεται, και χρειαζόταν φροντίδα. Και που αν κάποιος τον αγαπούσε πραγματικά, θα το έβλεπε. Και θα τον έβαζε πάνω από τα «λόγια του κόσμου».
Με έχει σοκάρει κι εμένα. Και μου προκαλεί θλίψη. Λυπάμαι που ακόμα μια νέα κοπέλα έχασε τη ζωή της. Αλλά κι ο θάνατός της θα πάει χαμένος αν η κοινωνία μας δεν αλλάξει αντιλήψεις και στάση απέναντι στις ψυχικές ασθένειες. Αν δε σταματήσει να αποκαλεί τους ψυχίατρους «τρελογιατρούς». Αν δεν ξεκινήσει να αντιμετωπίζει τους ψυχικά ασθενείς σαν κάθε άλλον ασθενή, που χρειάζεται, αν μη τι άλλο, κατανόηση. Είτε η ασθένειά του είναι διαβήτης, είτε καρκίνος, είτε κατάθλιψη, είτε σχιζοφρένεια.
Πάνω απ’όλους λυπάμαι αυτόν που σκότωσε.